ἀλληλοφθόρος

ἀλληλοφθόρος
ἀλληλο-φθόρος, ον,
A destroying one another, Max.Tyr. 41.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀλληλοφθόρον — ἀλληλοφθόρος destroying one another masc/fem acc sg ἀλληλοφθόρος destroying one another neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλοφθόρου — ἀλληλοφθόρος destroying one another masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλοφθόρους — ἀλληλοφθόρος destroying one another masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλοφθορία — ἀλληλοφθορία, η (Α) η αλληλοφθορά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοφθόρος, βλ. ἀλληλοφθόροι] …   Dictionary of Greek

  • αλληλοφθόροι — ἀλληλοφθόροι, α (Α) αυτοί που φθείρουν, που καταστρέφουν ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τύπου *ἀλληλοφθόρος < ἀλληλο * + φθόρος (< φθείρω). ΠΑΡ. αρχ. ἀλληλοφθορία μσν. ἀλληλοφθορῶ] …   Dictionary of Greek

  • αλληλοφθορώ — ἀλληλοφθορῶ ( έω) (Μ) (συνήθως στον πληθυντικό) ἀλληλοφθοροῦμεν φθείρουμε, καταστρέφουμε ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοφθόρος, βλ. ἀλληλοφθόροι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”